- σιδάρεος
- ςῐδᾱρεος1 of iron τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος (Boeckh: -αροῦν codd.) fr. 232.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σιδάρεος — εία, ον, Α (δωρ. τ.) βλ. σιδηρούς … Dictionary of Greek
σιδάρεος — σιδά̱ρεος , σιδήρεος made of iron masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρούς — ά, ούν / σιδηροῡς, ᾱ, οῡν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σιδήρειος Μ, και δωρ. τ. σιδάρεος, α, ον, και ποιητ. τ. σιδηρήεις, εσσα, εν, και ιων. και επικ. τ. σιδήρεος, α, ον, και σιδήρειος, είη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, σιδερένιος (α.… … Dictionary of Greek